οικοπεδοφάγος

οικοπεδοφάγος
ο присваивающий, захватывающий чужие земельные участки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "οικοπεδοφάγος" в других словарях:

  • οικοπεδοφάγος — ο αυτός που καταπατά ξένα οικόπεδα ή δημόσια γη για να τη μετατρέψει σε οικόπεδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οικόπεδο + φάγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • οικοπεδοφάγος — ο αυτός που με κάθε τρόπο παίρνει οικόπεδα σε τιμές ευκαιρίας: Πλακώσανε οι οικοπεδοφάγοι και κλείσανε όλες τις παραλίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… …   Dictionary of Greek

  • αγροφάγος — ο αυτός που ιδιοποιείται ιδιωτικές, δημόσιες ή κοινοτικές αγροτικές εκτάσεις (πρβλ. οικοπεδοφάγος). [ΕΤΥΜΟΛ. < αγρός + φάγος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»